- κοινοποιούμαι
- κοινοποιούμαι, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κοινοποιοῦμαι — κοινοποιέω make common property pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέκκειμαι — Α κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῡ οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκκεῖμαι «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»] … Dictionary of Greek